ἐξακόντισα

ἐξακόντισα
ἐξᾱκόντισα , ἐξακοντίζω
dart
aor ind act 1st sg (doric aeolic)
ἐξακοντίζω
dart
aor ind act 1st sg (homeric ionic)
ἐξακοντίζω
dart
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐξακοντίσας — ἐξακοντίσᾱς , ἐξακοντίζω dart aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐξακοντίσᾱς , ἐξακοντίζω dart aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξακοντίζω — εξακόντισα, εξακοντίστηκα, εξακοντισμένος, μτβ. (κυριολ. και μτφ.), ρίχνω κάτι ως ακόντιο, δηλ. με ορμή και μακριά, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω, εξαπολύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξακοντίζω — εξακοντίζω, εξακόντισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”